παλιατζής

παλιατζής
ο, θηλ. παλιατζού
αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά τού επιθ. παλιός + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παλιατζής — ο ή, θηλ. παλιατζού ούς, αυτός που εμπορεύεται παλιά αντικείμενα, αλλ. παλαιοπώλης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • λατερνατζής — ο αυτός που φέρει στην πλάτη και παίζει λατέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατέρνα + κατάλ. ( α)τζής, δηλωτική επαγγέλματος (πρβλ. παλιατζής, ψιλικατζής)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιοπώλης — ο, θηλ. ισσα έμπορος παλιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλιατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + πώλης (< πωλώ)] …   Dictionary of Greek

  • παλιατζήδικο — το κατάστημα αγοράς και πώλησης παλαιών, ιδίως μεταχειρισμένων, αντικειμένων, παλαιοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παλιατζήδες τού παλιατζής + κατάλ. ικο (πρβλ. πατσατζήδικο)] …   Dictionary of Greek

  • Ίσραελ — (Israëls). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών ζωγράφων. 1. Γιόζεφ (Jozef, Γκρόνινγκεν 1824 – Χάγη 1911). Μαθήτευσε κοντά στον Κρούσεμαν στο Άμστερνταμ και έπειτα κοντά στον Πικό στο Παρίσι. Θεωρείται επικεφαλής των τοπιογράφων της ζωγραφικής σχολής της …   Dictionary of Greek

  • παλαιοπώλης — ο αυτός που εμπορεύεται (πουλά και αγοράζει) παλιά πράγματα, αλλ. παλιατζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”